- καλάσιρις
- καλάσιρις, ἡ (Α)1. μικρός λινός θυσανωτός χιτώνας τών Αιγυπτίων2. (ως κύριο ὸν)Καλάσιρις, ἡτίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αιγυπτιακής μεν προελεύσεως, αλλά αβέβαιης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλασίρις — καλασί̱ρῑς , καλάσιρις a long Egyptian garment fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάσιρις — καλάσῑρις , καλάσιρις a long Egyptian garment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλασίρεις — καλασί̱ρεις , καλάσιρις a long Egyptian garment fem nom/voc pl (attic epic) καλασί̱ρεις , καλάσιρις a long Egyptian garment fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφοκαλάσιρις — ίριδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) μαλακό και πολυτελές γυναικείο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + καλάσιρις «μικρός λινός χιτώνας τών Αιγυπτίων»] … Dictionary of Greek
καλασιρίων — καλασῑρίων , καλάσιρις a long Egyptian garment fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλασίριες — καλασί̱ριες , καλάσιρις a long Egyptian garment fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάσιρι — καλάσῑρι , καλάσιρις a long Egyptian garment fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάσιριν — καλάσῑριν , καλάσιρις a long Egyptian garment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)